κατασυκοφάντηση

κατασυκοφάντηση
η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κατασυκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασυκοφαντῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασυκοφάντηση — η συκοφάντηση σε μεγάλο βαθμό: Κανένας δεν πίστεψε την κατασυκοφάντηση που μου κανες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασπίλωση — η ηθική προσβολή, κατασυκοφάντηση …   Dictionary of Greek

  • Απελλής — I (Κολοφών 380/370 – Κως περ. 330 π.Χ.). Ζωγράφος. Οι διηγήσεις σχετικά με τον Α. είναι πλούσιες και δίνουν πολλές λεπτομέρειες και για τη ζωή και για το έργο του. Όμως, η επιστημονική έρευνα της εποχής μας, παρά την προσπάθειά της να απομονώσει… …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπολιό — το κατασυκοφάντηση, σπερμολογία, κακογλωσσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”